loading icon

Γλαῦκες

Αφροδίτη Λίτη
Γλαῦκες
19 Μαΐου, 2017 - 31 Οκτωβρίου, 2017
Πόρος

Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου
Πλατεία Κορυζή
18020 Πόρος
Ελλάδα

(+30) 697 9989 684

Ώρες λειτουργίας
Δευ-Κυρ:
12.00-14.00 &19.00-23.00

Σχετικά με τον καλλιτέχνη

H Αφροδίτη Λίτη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε γλυπτική, ψηφιδωτό και αγιογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών (Α.Σ.Κ.Τ., 1972-1978), με καθηγητές τον Γ. Παππά, τον Γ. Κολέφα, και Κ. Ξυνόπουλο. Παρακολούθησε μαθήματα στο Universita Degli Studi του Μιλάνου το 1978, ενώ με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. πραγματοποίησε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο London University (1983-1986). Το 1985 τιμήθηκε με βραβείο γλυπτικής από το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος. Από το 1978 μέχρι και το 2000 εργάστηκε ως μουσειακή γλύπτρια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Από το 2000 έως και σήμερα διδάσκει στον Τομέα Γλυπτικής στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθηνών, στη βαθμίδα του καθηγητή. Εκθέτει έργα της από το 1992 σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα της βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές.

Σχετικά με την έκθεση

Στην in situ εγκατάσταση «Γλαῦκες», η οποία παρουσιάζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πόρου, η Αφροδίτη Λίτη συνδέει τον μυθολογικό με τον μουσειακό χρόνο. Εστιάζεται στο Βλέμμα, ως καθοριστικό χαρακτηριστικό του πτηνού της σοφίας, αλλά και ως μεταφορική αλληγορία του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι. Η σύνθετη ματιά των πτηνών αυτών καταλήγει σε μια πανοραμική όραση η οποία αποκαλύπτει και εμβαθύνει την «αθέατη πλευρά των πραγμάτων». Το Βλέμμα δεν επηρεάζεται από τα φαινόμενα, δεν παραπλανάται από την καθημερινότητα και, κυρίως, δεν περιορίζεται από το σκοτάδι. Με συνδετικό διαχρονικό στοιχείο τη Φύση, οι «Γλαῦκες» της Αφροδίτης Λίτη διαλέγονται με τα εκθέματα του Μουσείου στην αναζήτηση μιας υπερβατικής πραγματικότητας.

Η συμβολική της εγκατάστασης «Γλαῦκες» απορρέει από δύο θεματικές: το διάλογο μεταξύ των πτηνών και τη συνομιλία τους με τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου. Τα στοιχεία, ένα γιγάντιο φύλλο και δεκατρίς κουκουβάγιες, δεν λειτουργούν ως απλές μορφές του φυτικού και του ζωικού κόσμου. Απομονώνονται από το φυσικό τους περιβάλλον, αλλάζουν κλίμακα και, μετά από ενδελεχή επεξεργασία, επανασυσχετίζονται αναπάντεχα, συνδιαλέγονται και συμβολοποιούνται. Μικρές ή υπερμεγέθεις, ακίνητες ανάμεσα στα κιονόκρανα του ναού ή σε ετοιμότητα φυγής με τις φτερούγες ανοιχτές δίπλα στα ευρήματα-αγγεία της θάλασσας, οι «γλαῦκες» διεισδύουν στον χώρο και ενοποιούν τον χρόνο.

Η διαδικασία του βλέμματος, ως πομπού και δέκτη, η δημιουργία και η καταγραφή της εικόνας στον νου του θεατή, κινείται σε δύο επίπεδα.

Το πρώτο επίπεδο ορίζουν οι συνειρμοί, μυθολογικοί και «φυσικοί», τους οποίους εγείρει η «γλαυξ», η θεματική της κουκουβάγιας: ένα νυκτόβιο πτηνό, με αισθήσεις οξυμένες «εν σκοτία», με πτητικές κινήσεις αργές και αθόρυβες, με εμμονή και προσήλωση σε στόχους ορατούς και αοράτους για τον άνθρωπο. Η νύχτα, το σκότος, όχι μόνον δεν επηρεάζει ανασταλτικά, αλλά, αντιθέτως, απαλλάσσει το βλέμμα από τα περιττά στοιχεία της φωτεινής πραγματικότητας. Έτσι, το πτηνό αυτό κατακτά την υπέρβαση, την σοφία· αίρεται και αιωρείται στην σφαίρα του μεταφυσικού.

Το δεύτερο επίπεδο ορίζεται από τον κατακερματισμό της εικόνας, όπως προκύπτει από την τεχνική την οποία χρησιμοποιεί η καλλιτέχνης. Η Αφροδίτη Λίτη καλύπτει την επιφάνεια του συμπαγούς χάλκινου κορμού της κουκουβάγιας με χρωματιστές ψηφίδες από φυσητό γυαλί Murano. Πάνω στις μεταλλικές νευρώσεις του φύλλου επικολλά κομμάτια καθρέπτη. Το φύλλο-κάτοπτρο, γιγάντιο σε διαστάσεις, φέρνει την φύση ως θεματικό πλαίσιο μέσα στον χώρο του μουσείου. Παραλλήλως, ως «έσοπτρον εν αινίγματι», αντικατοπτρίζει την εικόνα, αλλά και την αλλοιώνει. Το φως πέφτει, αντανακλάται και αντικατοπτρίζει το περιβάλλον, δημιουργώντας «ψυχεδελικές» παραισθήσεις. Η τελική εντύπωση είναι μια θραυσματική αντανάκλαση η οποία συντίθεται και αποσυντίθεται, μια εναλλαγή ειδώλων: τα μουσειακά εκθέματα και οι σύγχρονες γλυπτές γλαύκες.

Ο θεατής καλείται να την ερμηνεύσει και να την αποκωδικοποιήσει.

Θραύσματα

Σχετικά με τον καλλιτέχνη

Η Αλεξάνδρα Αθανασιάδη γεννήθηκε το 1961 ατην Αθήνα, όπου εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται. Οι ανώτερες σπουδές της, ξεκίνησαν το 1978 στο Franklin College του Λουγκάνο. Το 1979 έγινε δεκτή στο Ruskin School of Drawing and Fine Art του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, από όπου αποφοίτησε το 1982 με διάκριση και πτυχίο Bachelor of Fine Arts στη γλυπτική και τη χαρακτική. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Columbia University της Νέας Υόρκης και το 1984 έλαβε από εκεί πτυχίο Master of Fine Arts στη γλυπτική. Ασχολήθηκε, επίσης, με τη σκηνογραφία στη Νέα Υόρκη και την Αθήνα. Έργα της βρίσκονται σε σημαντικές συλλογές ανά τον κόσμο. Από το 1984 μέχρι σήμερα έχει εκθέσει σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.

Σχετικά με την έκθεση

Memory combats decay. Alexandra Athanassiades seeks to introduce the ‘Boundaries of Decay’, to undo the critical effect of time and oblivion. She combines fragments, conjoins impressions, and evokes, gradually and sometimes imperceptibly, the resulting emotions.

This exhibition presents for the first time new, two- dimensional works on paper. These are impressions, 'traces' of earlier sculptures. Through this parallel form Alexandra Athanassiades pursues a continual visual dialogue between the materials of Art and the phases of time.

Alexandra Athanassiades focusses on the fragmentary, the disconnected. Decaying matter provides her material: a piece of broken, decomposed wood, the stray part of an ancient sculpture, warped paper, the chance imprint of an older work. Her artistic creations emerge from these ingredients, which are remains or often fragments, in much the same way that human memory works—that is, disjointedly and selectively. The materials create layers and overlayers, like the phases and reminiscences of human life. Artistic creation is often the result of fortuitous events, sometimes even of the accidental. This is why the works of Alexandra Athanassiades serve as the starting points for associations both for the artist and the viewer.

Horses and breastplates—two units—make up the basic theme of the exhibition. This coexistence almost necessarily recalls a diachronic heroic element. From the depths of antiquity, mythology, and history, from epic poetry to folk song it is possible to trace the role and symbolism of the horse: winged Pegasos, the Trojan Horse, the god-sent horse of Achilles in Homer and Kavafy, the stallion of Digenis Akrites; but also the representations on the Parthenon and the tragic horse of Guernica. Comrade-in-arms, fellow traveller, man’s helper and supporter, the horse expresses the harmony of body and spirit. Its role also recalls the limitations of man: it accelerates movement, extends staying power, reinforces energy, allowing man to to go beyond the peak of his physical powers—to temper the deterioration of his existence. Alexandra Athanassiades’ works record this entire trajectory, common or parallel, the coexistence of man and horse. In this continuous history there is also room for the little wooden horse, the plaything of our childhood years, a favourite companion in our escape and fantasy, and an entrée into the world of heroes, fairy tales, and wonders.

The breastplates are the second element that Alexandra Athanasssiades brings in from history. A defining part of the defensive arms of antiquity and the Middle Ages, the breastplate covers and protects the vital organs of the body, chiefly the heart. In these representations on paper or metal emphasis is placed on the inexorable passage of time, deterioration, inevitable closure. This fate—the end—is not limited to the material of construction. It mainly concerns the function and role of the breastplate, for at some critical point this item is bound to fail to secure protection, to ward off fatality. The human body is vulnerable; no ‘armour’, no external sheathing can protect it for ever. Alexandra Athanassiades is dominated by this melancholy thought, which can be detected in the progressive evolution-transformation of the breastplate: the usual museum display, i.e. the closed, impenetrable breastplate, ‘opens up’, leaving human life exposed and unprotected.

This in fact is the basic idea behind all the works exhibited. The external covering, the shell, whether a drawing or sculpture, encases a perishable, assailable entity—personal and charged. Alexandra Athanassiades concentrates on this hidden dimension, on the inner element, which as a presence transcends the boundaries of sculpture.